Πέμπτη 3 Μαρτίου 2011

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 1


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Α.      Ο Γ. Βιζυηνός γεννήθηκε και έμαθε τα πρώτα του γράμματα στην Βιζύη της Αν. Θράκης. Η επίδραση που άσκησε η γενέθλια γη στο διηγηματογράφο γίνεται σαφής κυρίως από τη γλώσσα των διαλογικών μερών του αποσπάσματος. Σε αυτά χρησιμοποιείται δημοτική γλώσσα, η οποία σε πολλά σημεία του διηγήματος διανθίζεται από το τοπικό θρακιώτικο ιδίωμα το οποίο γνώρισε κατά  την παιδική του ηλικία ο Βιζυηνός(«Γιατὶ, βλέπεις, τὸ 'πόνεσε ἡ καρδιά μου τὸ πολλακαμμένο»). Επιπλέον, η επιρροή γίνεται αντιληπτή και από την αναφορά του σε λαϊκές αντιλήψεις, όπως η αναφορά του στο τελετουργικό της επίκλησης της ψυχής του νεκρού πατέρα(«Ἡ ἀσθενὴς ἀνέπνεε βαρέως,…ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ ὔδατος./ «Ἐπέρασεν ἡ ψυχὴ τοῦ πατέρα σου!»).
            Χαρακτηριστική είναι και η επίδραση που άσκησε η φαναριώτικη εκπαίδευση στον Βιζυηνό. Ο Βιζυηνός το 1872 ξεκίνησε τις σπουδές του στην ιεραπαστολική Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπου και συνδέθηκε με σημαντικές προσωπικότητες των φαναριώτικων γραμμάτων. Η επιρροή του εμφανίζεται στη κυρίως διήγηση στην οποία χρησιμοποιείται η λόγια γλώσσα. Άλλη μία ένδειξη αυτής της επιρροής είναι η έντονη θρησκευτικότητα του Βιζυηνού, η οποία διακρίνεται σε όλο το έργο.
          Τέλος, χαρακτηριστικά στοιχεία του έργου του Γ. Βιζυηνού είναι η αληθοφάνεια των χαρακτήρων και η διείσδυση στα μύχια της ψυχής των ηρώων του, απόρροια των σπουδών του στην Ψυχολογία και την Φιλοσοφία στην Ευρώπη. Πρωταγωνιστές στα έργα του είναι κυρίως μέλη της οικογένειάς του. Ο Βιζυηνός καταφέρνει να καταγράψει συναισθήματα των ηρώων, τις βαθύτερες σκέψεις και τους σκοπούς τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αναφορά του στα συναισθήματα που βίωσε ο ίδιος από τη στιγμή που άκουσε την προσευχή της μητέρας στην εκκλησία(«παγερὰ φρικίασις διέτρεξε τὰ νεῦρα μου καὶ ἤρχησαν τὰ αὐτία μου νὰ βοΐζουν./Οἱ ὀδόντες μου συνεκρούοντο ὑπὸ τοῦ τρόμου, καὶ ἐγὼ ἔτρεχον, καὶ ἀκόμη ἔτρεχον»). Ο Βιζυηνός καταγράφει τη φρίκη και τον τρόμο που βίωσε, όταν άκουσε τη μητέρα του να προσφέρει κάποιο από τα άλλα της παιδιά για να παραμείνει ζωντανή η Αννιώ. Το «ενοχικό»  συναίσθημα που βιώνουν τα τόσο εκείνος όσο και η μητέρα του αποτελούν χαρακτηριστικότερο παράδειγμα. Ο ίδιος βιώνει μια εσωτερική σύγκρουση, διότι αγαπά την αδελφή του, αλλά για χάρη της στερείται την αγάπη της μητέρας, η οποία δεν του δίνει την προσοχή που ίδιος επιθυμεί. Η μητέρα, πάλι, δοκιμάζεται σε όλη της ζωή, αυτοτιμωρείται με τις υιοθεσίες, εξαιτίας του «ακούσιου» φόνου που διέπραξε(«Καθὼς τὸ λὲγ' ὁ λόγος, ξένο παιδί 'ναι παίδεψι. Μὰ γιὰ μένα ἡ παίδεψι αὐτὴ εἶναι παρηγοριὰ κ' ἐλαφροσύνη. Γιατὶ ὅσο περισσότερο τυρρανηθῶ καὶ χολοσκάσω, τόσο 'λιγώτερο θὰ μὲ παιδέψῃ ὁ Θεὸς γιὰ τὸ παιδὶ 'ποὺ πλάκωσα»).

Β. Ο αφηγητή βιώνει το ενοχικό συναίσθημα, αφενός γιατί αγαπά την αδελφή του, αλλά τη θεωρεί υπεύθυνη για την έλλειψη προσοχής της μητέρας του προς αυτόν. Αφετέρου, σε ολόκληρη τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας, ο αφηγητής προσπαθεί να καταλάβει την περίεργη συμπεριφορά της μητέρας του. Η νύχτα στην εκ­κλησία δρα καταλυτικά στην ψυχή του. Όλα στο χώρο της εκκλησίας τον τρο­μάζουν. Υποφέρει, λοιπόν, για χάρη της αγάπης της μητέρας του και παίρνει κουράγιο από την παρουσία της (Ὑπέφερον λοιπὸν καὶ κατὰ τὰς ἑπομένας νύκτας τὰς φρικιάσεις ἐκείνας μετὰ ἀναγκαστικῆς στωικότητος καὶ ἐξετέλουν προθύμως τὰ καθήκοντά μου, προσπαθῶν νὰ καταστῶ ὅσον τὸ δυνατὸν ἀρεστότερος).
Το δράμα του κορυφώνεται με την προσευχή της μητέρας, που τον προσφέρει στο Θεό ως αντάλλαγμα για τη ζωή της Αννιώς. Όλος ο κόσμος του ανατρέπεται και μένει μετέωρος στο κενό με τα δόντια του να χτυπούν από τον τρόμο («Όταν ήκουσα τας λέξεις ταύτας... οι οδόντες μου συνεκρούοντο υπό του τρόμου, και εγώ έτρεχον, και ακόμη έτρεχον»). Η ψυχική δοκιμασία του αγοριού ξεπερνά τις δυνάμεις του. Όλες οι προσπάθειές του να ικανοποιήσει τη μητέρα πήγαν χαμένες, και νιώ­θει για άλλη μία φορά την απόρριψη.
Παρά την ταραχή και τη φρίκη που βίωσε, καταφέρνει να αυτοκυριαρχήσει και καταφεύγει σε συλλογισμούς που φανερώνουν την ευαισθησία και την ωριμότητά του. Τώρα πια είναι σε θέση να καταλάβει γιατί ο πατέρας του τον αποκαλούσε το «αδικημένο». Αισθάνεται απογοήτευση και πίκρα για το γεγονός και γυρίζει στο σπίτι συντετριμμένος. Βρίσκεται σε τραγική θέση γιατί δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά της μάνας του και καταλήγει στο συμπέρασμα πως δεν τον αγαπά και της είναι βάρος. Ξαπλώνει στο κρεβάτι του, αλλά είναι ανήσυχος. Σε λίγο γίνεται κοινωνός μίας παράξενης τελετής και, χωρίς να το καταλάβει, με λυγμούς παρακαλεί τον πατέρα του να πάρει εκείνον αντί για την αδελφή του. Με αυτό τον τρόπο δείχνει στη μητέρα του ότι άκουσε την προσευχή της και γνωρίζει την παράκλησή της. Σε αυτό το σημείο επεμβαίνει ο ώριμος αφηγητής για να εκφράσει την ενοχή του για το ξέσπασμά του.
Λίγο πιο κάτω, η εξομολόγηση της μητέρας θα τον αφήσει άναυδο. Το παρελθόν παρελαύνει μπροστά στα μάτια του και με ωριμότητα κρίνει τα γεγονό­τα. Λυπάται τη μάνα του που τράβηξε τόσα και καταλαβαίνει ότι η αιτία του κακού και της κόλασης που ζει είναι το τραγικό ατύχημα («Η συναίσθησις του αμαρτήματος, η ηθική ανάγκη εξαγνίσεως και το αδύνατον της εξαγνίσεως αυτού - τι φρικτή και αμείλικτος Κόλασις! Επί εικοσιοκτώ τώρα έτη βασανίζεται, η τάλαινα γυνή χωρίς να δυνηθή να κοίμηση τον έλεγχον της συνειδήσεώς της, ούτε εν ταις δυστυχίας ούτε εν ταις ευτυχίαις της!»). Συναισθάνεται, λοιπόν, το μαρτύριό της και προσπαθεί να τη βοηθήσει.

Β2. Η μητέρα έχει ήδη αποκαλύψει το μυστικό που βαραίνει τη συνείδησή της. Οι υιοθεσίες αποτελούν υποκατάστατα και ικανοποιούν τη λαχτάρα που είχε η μητέρα για κορίτσια(ψυχολογικός λόγος)· με αυτές η μητέρα προσπαθεί να καταπνίξει τις τύψεις της και μέσω αυτών επιτυγχάνεται η εξιλέωση(ηθικός λόγος). Γι’ αυτό ισχυρίζεται ότι και η Κατερινιώ είναι «παίδεψι», αλλά της προσφέρει «παρηγοριά και ελαφροσύνη». Για την Δεσποινιώ όσο πιο ανάξιο είναι το παιδί που μεγαλώνει, όσα βάσανα της προσθέτει, τόσο πιο εύκολα τη γλιτώνει από τις τύψεις της. Τα βάσανα που βιώνει με το μεγάλωμα των ανάξιων παιδιών αποτελούν δοκιμασία για εκείνη· μια δοκιμασία που της στέλνει ο θεός, ώστε να πληρώσει την αμαρτία της και τελικά, να εξιλεωθεί (Γιατὶ ὅσο περισσότερο τυρρανηθῶ καὶ χολοσκάσω, τόσο 'λιγώτερο θὰ μὲ παιδέψῃ ὁ Θεὸς γιὰ τὸ παιδὶ 'ποὺ πλάκωσα).

Γ. Η οπτική γωνία της αφήγησης εξαρτάται από την απόσταση που παίρνει ο αφηγητής τόσο από τα γεγονότα όσο και από τα πρόσωπα της αφήγησης. Όταν, λοιπόν, ο αφηγητής βγαίνει έξω από αυτά, τα αντιμετωπίζει και τα καταγράφει σε τρίτο πρόσωπο ως παντογνώστης αφηγητής, τότε πρόκειται για εξωτερική οπτική γωνία.  Όταν αντίθετα, κι αυτό συμβαίνει στο «Αμάρτημα της μητρός μου», ο αφηγητής συμμετέχει στα δρώμενα, πρωταγωνιστεί και μας αφηγείται μόνο όσα γνωρίζει, εκείνη τη στιγμή της εξέλιξης του μύθου, τότε η οπτική γωνία είναι εσωτερική. Ο αφηγητής εστιάζει, σ’ αυτή την περίπτωση, με άλλα λόγια απομονώνεται στη συγκεκριμένη στιγμή δράσης και μας μεταφέρει μονάχα τα βιώματα και τις πληροφορίες που γνώριζε τότε και όχι όσες απέκτησε στην πορεία.
    Χαρακτηριστικό παράδειγμα του παραπάνω είναι η εκδικητική αντι-προσευχή. Ο αφηγητής-παιδί εκδικείται τη μητέρα του ζητώντας από τον πατέρα να πάρει τον ίδιο και όχι την αδελφή του (Ἔλα πατέρα -νὰ μὲ πάρῃς ἐμένα - γιὰ νὰ γιάνῃ τὸ Ἀννιῶ!). Ως ώριμος αφηγητής, ωστόσο, κατανοεί ότι η προσευχή αυτή κορύφωνε την απελπισία της μητέρας του και την πλήγωνε(Δέν ἠσθανόμην ὁ ἀνόητος ὅτι τοιουτοτρόπως ἐκορύφωνα τὴν ἀπελπισίαν της! Πιστεύω νὰ μ' ἐσυγχώρησεν. Ἤμην πολὺ μικρὸς τότε, καὶ δὲν ἠδυνάμην νὰ ἐννοήσω τὴν καρδίαν της).
    Η εσωτερική οπτική γωνία δίνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να συμμετέχει πιο ζωντανά στο έργο. Γνωρίζει κι αυτός όσα ακριβώς ο αφηγητής τη στιγμή της δράσης. Αγωνιά, αισθάνεται, χαίρεται και λυπάται μαζί του. Ξετυλίγει μαζί του το κουβάρι της εξέλιξης. Έτσι, το έργο γίνεται πιο ενδιαφέρον και ο αναγνώστης μένει καθόλη τη διάρκειά του αιχμάλωτος της συμμετοχής του και της αγωνίας του για τη συνέχεια. Πέραν αυτού, διευκολύνεται και η διατήρηση του αινίγματος και του μυστηρίου, όπως στο εξεταζόμενο κείμενο, όπου ο τίτλος και μόνο λειτουργεί αινιγματικά. Είναι χαρακτηριστική η επίδραση που έχει στο παιδί η προσευχή της μητέρας. Μόλις την ακούει να προσφέρει ένα από τα άλλα της παιδιά για να διατηρηθεί στη ζωή η Αννιώ, εκείνος αρχίζει να τρέμει, φρίττει και τρέχει, πιστεύοντας ότι τον κυνηγά ο «θάνατος».
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο η εξωτερική οπτική γωνία όσο και η εσωτερική γίνονται αντιληπτές και από τη γλώσσα. Ο αφηγητής, όταν αξιολογεί ως ώριμο αφηγητής τα γεγονότα, χρησιμοποιεί τη λόγια γλώσσα, ενώ, όταν συμμετέχει στα δρώμενα(εσωτερική οπτική γωνία), χρησιμοποιεί τη δημοτική, διανθισμένη με στοιχεία της τοπικού ιδιώματος της Αν. Θράκης.

Δ. Μορφή: πρόκειται για ποίημα ρομαντικής εμπνεύσεως και δεν μπορεί να συγκριθεί με το διήγημα.

Περιεχόμενο: α) η αγάπη μητέρας και πατέρα, β) η αγάπη του πατέρα στο γιο του, γ) η γνώμη του κόσμου για τα παιδιά και την τύχη τους, δ) η ανάγκη της μητρικής στοργής από το παιδί, ε) η ανάγκη του παιδιού και της μητέρας με το νεκρό πατέρα, στ) η απουσία του πατέρα,

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου