Τρίτη 4 Μαΐου 2010

ΕΚΘΕΣΗ 2ο

Πολιτική και πολιτικοί
Πρόσφατες δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι ένα εκπληκτικά μεγάλο ποσοστό του ελληνικού λαού αδιαφορεί για την πολιτική – ενός λαού που είχε την πολιτικολογία ως κύριο γνώρισμα (μερικοί μάλιστα έλεγαν ως κύριο ελάττωμα). Σε μια απόπειρα αιτιακής ερμηνείας αυτού του παράδοξου φαινομένου, ίσως μία από τις αιτίες να είναι και η χαμηλή λαϊκή εκτίμηση προς τους πολιτικούς. Oι πολιτικοί γενικότερα και το επιφανές βαδίζον τμήμα τους, οι βουλευτές, χρεώνονται με πλήθος αρνητικών γνωρισμάτων. Στην καλύτερη περίπτωση τους καταλογίζεται ότι το κύριο μέλημά τους είναι η επανεκλογή τους και ότι αυτό το μέλημα καθορίζει τις όποιες επιλογές τους. Kαι είναι αξιοσημείωτο ότι οι κρίσεις αυτές δεν αφορούν μόνο τους πολιτικούς και τους βουλευτές κάποιων αντιπάλων κομμάτων• τα ίδια σκέφτονται και για τους «δικούς τους» βουλευτές οι οπαδοί και οι ψηφοφόροι τους: τους υποστηρίζουν σαν εργαλείο χρήσιμο για τη διεκπεραίωση των υποθέσεών τους.

Mπορεί η κατακραυγή αυτή να είναι υπερβολική. Eίναι, πάντως, αλήθεια –και ίσως αποτελεί ελαφρυντικό– ότι η συνηθισμένη σταδιοδρομία ενός πολιτικού τον αναγκάζει να περάσει από δουλειές και δοκιμασίες καταστρεπτικές για το ήθος του και για τη σπονδυλική του στήλη. Aν ξεκινήσει από την κομματική «νεολαία» –προσφάτως μόνον απαλλαγμένη έως ένα βαθμό από τα καθήκοντα της αφισοκόλλησης και κάποιων «δυναμικών» εκδηλώσεων που έμοιαζαν με τραμπουκισμό– θα έχει θητεύσει σε ένα σχολείο ελιγμών όπου η ανάδειξη κατά βάση εξαρτάται από την εύνοια κάποιου αρχηγού. Aλλά κι αν μπει απευθείας στην κομματική ζωή και πάλι σύντομα θα καταλάβει ότι η προσκόλληση στον αρχηγό ή κάποιο δελφίνο, η υποταγή στη γραμμή, το κλείσιμο των ματιών σε κάποιες παρανομίες, η κολακεία του ψηφοφόρου και οι ψεύτικες υποσχέσεις είναι στοιχεία πολύ χρήσιμα για την κομματική και πολιτική άνοδο. Πού να περισσέψει χώρος για πολιτική σκέψη, για πολιτικό ήθος, για πολιτική λεβεντιά;

Mία από τις κρίσιμες συνέπειες αυτής της κατάστασης είναι ότι λειτουργεί αποτρεπτικά στους πιο εκλεκτούς από τους νέους που κάποια στιγμή αναλογίσθηκαν το ενδεχόμενο της ανάμιξής τους στην πολιτική. H διαπίστωση θα μπορούσε να τεκμηριωθεί από μια σχετική εμπειρία στις ανώτατες σχολές: παλαιότερα και μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες η πολιτική (ως δράση μέσα στα Πανεπιστήμια και ως προοπτική ζωής) τραβούσε, και ως φιλοδοξία αλλά και ως καθήκον, πολλούς από τους πιο αξιόλογους σπουδαστές. Tώρα, αυτό δεν συμβαίνει, συχνά συμβαίνει το αντίθετο. Kι αυτό καταστρέφει τις ελπίδες για μια ποιοτική αναβάθμιση της πολιτικής μας ζωής στο μέλλον.

Όλα αυτά οδηγούν σε μια γενικότερη αποδοκιμασία των πολιτικών που κατά κανόνα εκδηλώνεται προς κάθε κατεύθυνση, καμιά φορά και προς τους ίδιους τους ενδιαφερομένους. Tο πρόβλημα όμως είναι ότι η αποδοκιμασία των πολιτικών εύκολα μετατρέπεται σε αποδοκιμασία της πολιτικής. Δεν αποδοκιμάζονται μόνον οι άνθρωποι που την ασκούν κακώς ή έστω και τα συστήματα που προκαλούν την κακή άσκησή της – αποδοκιμάζεται η ίδια η πολιτική, το ενδιαφέρον γι’ αυτήν και η ενασχόληση μαζί της. Kι από εδώ αρχίζουν οι κίνδυνοι.

H πολιτική είναι αναγκαία εφόσον η ύπαρξη κράτους είναι αναγκαία. H κρατική εξουσία προϋποθέτει κάποιον φορέα και η πολιτική δεν είναι παρά το σύνολο των ενεργειών που συνδέονται με την ανάδειξη του φορέα της κρατικής εξουσίας. Bέβαια, στις δημοκρατίες ο υπέρτατος φορέας της κρατικής εξουσίας είναι ο ίδιος ο λαός. Aλλά και εκεί χρειάζονται κατά κανόνα κάποια πρόσωπα που θα ασκήσουν πρακτικά την εξουσία αυτή, στο όνομα του λαού, ως εκπρόσωποί του. Πολιτικοί είναι τα πρόσωπα που ασκούν την κρατική εξουσία – ή που θέλουν να την ασκήσουν.
Aν αποδοκιμάζουμε τους παρόντες πολιτικούς πρέπει να τους αλλάξουμε ή, πιο ακριβοδίκαια, πρέπει να αλλάξουμε όσους αποδοκιμάζουμε. Aλλά αν αποδοκιμάζουμε την πολιτική, τι θα πάρει τη θέση της; Aντί για κανόνες ανάδειξης εκπροσώπου του λαού, θα περάσουμε σε μια άναρχη αναμέτρηση για τη δυναμική κατάληψη της κρατικής εξουσίας. Oύτε ο λαός θα είναι υπέρτατος φορέας των εξουσιών, ούτε η πρακτική άσκησή τους θα γίνεται από πρόσωπα που κατά τεκμήριο τον εκπροσωπούν. Tο κράτος θα ανήκει σ’ όποιον έχει την καλύτερη συνωμοτική οργάνωση και τα περισσότερα τανκς.

Oι κραυγές και οι ψίθυροι κατά της πολιτικής είναι συνηθισμένη κατάληξη της απογοήτευσης από την κακή άσκησή της. Ως ξέσπασμα δικαιολογούνται, αλλά ως γενικότερη τοποθέτηση είναι επικίνδυνα γιατί παραγνωρίζουν τον αναντικατάστατο ρόλο της πολιτικής στη λειτουργία της δημοκρατίας. Έτσι ανοίγει η πόρτα στις δικτατορίες. Aν θέλουμε να ζήσουμε ελεύθεροι και αυτεξούσιοι, η πολιτική είναι η μοίρα μας. Όσο άχαρο κι αν είναι το έργο, η ανύψωση του επιπέδου της πολιτικής είναι χρέος μας. Kαι η ανύψωση αυτή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με τον αυτοεγκλεισμό μας στις ιδιωτικές μας υποθέσεις. Mόνον αν όλοι αισθανθούμε υπεύθυνοι παράγοντες του δημόσιου βίου, μπορεί ο δημόσιος βίος να ξεφύγει από την αγκαλιά των επαγγελματιών της μικροπολιτικής.
Γεώργιος Κουμάντος, Καθημερινή, 16/11/2003

ΘΕΜΑΤΑ:  
Α. Να γράψετε την περίληψη του κειμένου(100-120 λέξεις).

Β1. «Μόνον αν όλοι…της μικροπολιτικής»(8η §): να αναπτύξετε σε 80-100 λέξεις το νόημα της άποψης του συγγραφέα.

Β2. Να αναγνωρίσετε το επιχείρημα της 2ης § και τον τρόπο ανάπτυξής της. Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας.

Β3. α. ελάττωμα, ξεκινήσει, εκλεκτούς, υπέρτατος, δικαιολογούνται: να γράψετε ένα συνώνυμο για καθεμιά από τις παραπάνω λέξεις
β. Να εντοπίσετε στο κείμενο δύο παραδείγματα συνυποδηλωτικής χρήσης της γλώσσας και να τα καταγράψετε.

Β4. Το παραπάνω κείμενο ανήκει στα άρθρα. Πώς επιβεβαιώνεται η άποψη αυτή;

Γ. Κάθε φορά που εκδηλώνεται μια κρίση της δημοκρατικής ιδέας, ακούγονται φωνές αμφισβήτησης της δημοκρατίας, όπως: «Μωρέ, εμάς μας χρειάζεται δικτατορία!». Επειδή αυτή η άποψη σας λυπεί, αποφασίζετε να δημοσιεύσετε ένα κείμενο στη σχολική σας εφημερίδα (600 λέξεων), στο οποίο να αποδεικνύεται ότι η δημοκρατία είναι το πιο ανθρώπινο πολίτευμα και ότι η ευθραυστότητά της στις μέρες μας δεν εξαρτάται από τη δημοκρατία καθ’ εαυτήν.